- αλικρείων
- ἁλικρείων (-οντος), ο (Μ)ο αλικράτωρ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + κρείων «κυβερνήτης, κύριος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλικρείων — lord of the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)